μπόσικος

μπόσικος
-η, -ο
(λ. τουρκ.)
1. χαλαρός: Άφησε μπόσικο το ζωνάρι.
2. μτφ., ανόητος, σαχλός, όχι σοβαρός: Μη θυμώνεις με όσα λέει, είναι μπόσικος άνθρωπος.
3. στον πληθ., τα μπόσικα τα μαλακά μέρη της κοιλιάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μπόσικος — η, ο, θήλ. και ια 1. χαλαρός, αυτός που δεν είναι στερεός η τεντωμένος 2. επισφαλής, μη σταθερός («πρόσεχε το χώμα, γιατί είναι μπόσικο») 3. (για πρόσ.) ελαφρόμυαλος, μη σοβαρός 4. (για λόγια ή έργα) επιπόλαιος («μπόσικες δουλειές») 5. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • μποσικάδα — η [μπόσικος] 1. έλλειψη σταθερότητας, χαλαρότητα, ατονία 2. μτφ. απερίσκεπτος λόγος ή επιπόλαιη πράξη, επιπολαιότητα, ελαφρότητα, απερισκεψία …   Dictionary of Greek

  • μποσικάρω — και μποσκάρω [μπόσικος] 1. κάνω κάτι να γίνει μπόσικο, χαλαρώνω, ξετεντώνω, ξεσφίγγω 2. χαλαρώνομαι, παύω να είμαι τεντωμένος ή στερεά συναρμοσμένος …   Dictionary of Greek

  • μποσικιά — η [μπόσικος] η μποσικάδα …   Dictionary of Greek

  • λάσκος — α, ο (λ. ιταλ.), επίρρ. α χαλαρός, μπόσικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”